- απεργιακός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την απεργία: Η απεργιακή κίνηση εντάθηκε το μήνα αυτόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απεργιακός — ή, ό ο σχετικός με απεργία («απεργιακός αγώνας, απεργιακή κινητοποίηση») … Dictionary of Greek
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek